- μεσοσυλλαβώ
- μεσοσυλλαβῶ, -έω (Α)1. μεταχειρίζομαι ένα φάρμακο εκ περιτροπής με άλλο2. (το παθ.) μεσοσυλλαβοῡμαι, -έομαιπαρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *μεσοσύλλαβος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοσυλλαβία — μεσοσυλλαβία, ἡ (Α) [μεσοσυλλαβώ] η παρένθεση … Dictionary of Greek